- επιχωματώνω
- επιχωμάτωσα, επιχωματώθηκα, επιχωματωμένος, μτβ., σχηματίζω με χώμα σωρό για να γεμίσω κοίλωμα ή για να ανυψώσω το έδαφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιχωματώνω — [επίχωμα] 1. συσσωρεύω χώμα, κάνω επιχωμάτωση 2. υψώνω το έδαφος με επιχωμάτωση … Dictionary of Greek
αποχώνω — (Α ἀποχώννυμι κ. νύω) κλείνω ή φράζω με χώμα, επιχωματώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω τελείως με χώμα 2. κρύβω, θάβω βαθιά … Dictionary of Greek
επιχωμάτωση — η συσσώρευση χώματος για ανύψωση τού εδάφους, κατασκευή φράγματος ή πλήρωση κοιλότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιχωματώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
καταπλακώνω — (Μ καταπλακώνω) (επιτ. τ. τού πλακώνω) 1. πέφτω πάνω σε κάτι και με το βάρος μου τό συνθλίβω, συντρίβω εντελώς («κατέπεσε ο τοίχος και καταπλάκωσε δύο εργάτες») 2. επιχωματώνω 3. (για συναίσθημα) κατακυριεύω, πλακώνω την ψυχή 4. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek
παραχώνω — παραχώννυμι ΝΑ επιχωματώνω, καλύπτω κοίλο ή ανώμαλο τμήμα τού εδάφους με χώμα νεοελλ. 1. χώνω κάτι πιο βαθιά από όσο πρέπει 2. ειρων. θάβω νεκρό, ενταφιάζω 3. φρ. «παραχώνομαι σε κάποιον» ενοχλώ ή προκαλώ υπερβολικά κάποιον αρχ. καλύπτω με χώμα… … Dictionary of Greek
προσχώνω — προσχώννυμι και προσχωννύω και προσχῶ, όω, ΝΑ 1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, επιχωματώνω 2. (ιδίως για ποταμό) αποθέτω κάπου ιλύ και σχηματίζω νεα χέρσο ή επαυξάνω τη χέρσο που προϋπήρχε («τῶν... ταῡτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν», Ηρόδ.) 3.… … Dictionary of Greek
χωματίζω — ΝΑ [χῶμα, χώματος] συσσωρεύω χώμα, επιχωματώνω αρχ. περιβάλλω και προστατεύω με προχώματα … Dictionary of Greek
μπαζώνω — μπάζωσα, μπαζώθηκα, μπαζωμένος, γεμίζω κάποιο κενό με μπάζα, επιχωματώνω: Ο δήμος μπάζωσε το αποξηραμένο ποτάμι για να γίνουν χώροι αναψυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)